- ξεναρκής
- ξεναρκής1 protecting strangers
Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ξεναρκής — ξεναρκής, ές (Α) αυτός που βοηθά τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω αρκής, ποδ αρκής] … Dictionary of Greek
ξεναρκεῖ — ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναρκοῦς — ξεναρκής aiding strangers masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… … Dictionary of Greek
ξεναρκέι — ξεναρκέϊ , ξεναρκής aiding strangers dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)